- υλοχρηστική
- η, Νκλάδος τής δασολογίας που ασχολείται με την τεχνική τής απόληψης τών δασικών προϊόντων, καθώς και με τις ιδιότητες και τη χρήση τού καθενός από αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + χρηστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.